-
1 κατα-πλώω
κατα-πλώω, ion. = καταπλέω, herabfahren; καταπλώοντες τὸν ποταμόν, den Strom hinab, Her. 1, 185; καταπλώσαντες ἐς Αἶαν 1, 2, öfter.
-
2 καταπλώω
κατα-πλώω, herabfahren; καταπλώοντες τὸν ποταμόν, den Strom hinab
1 κατα-πλώω
κατα-πλώω, ion. = καταπλέω, herabfahren; καταπλώοντες τὸν ποταμόν, den Strom hinab, Her. 1, 185; καταπλώσαντες ἐς Αἶαν 1, 2, öfter.
2 καταπλώω